«Στάσου» φώναξε Καθισμένος κάτω από ένα περβάζι δίπλα στην κόγχη ενός λιμανιού, ενώ τα πόδια του βρέχονταν από τα κύματα της θάλασσας. Ένας νεαρός ετών κάπου 20 με μαύρα πλούσια μαλλιά και ένα καπέλο στρογγυλό κοίταζε επίμονα τον άντρα, να μπαίνει στο πλοίο που μόλις έφευγε από το λιμάνι της Οδησσού. Εκείνος δε γύρισε πίσω μήτε τα μάτια έστρεψε να τον δει μα με σταθερό βηματισμό κατευθυνόταν στην επιβίβασή του.
Απόψε μύρισε επανεκκίνηση ψιθύρισε ο νεαρός στον διπλανό του νεαρό Ρώσο άντρα, που χαμένος κοίταζε τον άλλον να επιβιβάζεται στο πλοίο. Ήρθε η ώρα, αυτή η ώρα να φύγουν οι παλιοί και να γεννηθεί μια καινούρια αγάπη μεταξύ μας, αυτή που πάντα υπήρχε, αυτή που πάντα θα αναδύεται μέσα μας.
«Εσύ από τη Σαντορίνη και εγώ από τη Ρωσία, πώς θα τα καταφέρουμε μέσα στην καινούρια ιστορία , που χτίζεται, σαν παραμύθι θα ορμήξει σε μας η φτώχεια» ψέλλιζαν τα χείλη του τις λέξεις καθώς κοιτούσε το έδαφος σταθερά.
«Για αυτό σκας; Ωχ αδερφέ μου κάνεις λες και δεν ξέρεις τι μας συνδέει, λες και δεν ξέρεις πώς ήρθαμε εδώ, λες και δεν ξέρεις πόσα γλέντια και λειτουργίες κάναμε σιμά ο ένας με τον άλλον. Πες μου πως δεν ξέρεις λοιπόν».