Εγώ σιωπώ για τις βουές, που πλέκονται στο μυαλό μου. Εγώ σιωπώ για τους ήχους, που απλώνετε αδίστακτα γύρω μου. Εγώ σιωπώ για όλα εκείνα, που ξεχνάτε να μου θυμίσετε και για όλα εκείνα που δε διστάζετε συνεχώς να μου τονίζετε. Κλείνω τα χείλη μου και σιωπώ γιατί αν μιλήσω φοβάμαι. Θα μου πεις ποιον; Θα μου πεις τι; Εμένα . Γιατί δεν είμαι έτοιμη να αντιδράσω στην σφαίρα σας. Δεν είμαι έτοιμη να σηκωθώ από το καβούκι μου. Φοβάμαι εμένα γιατί αυτό το εγώ στέκεται ανήμπορο να αντιμετωπίσει τον κόσμο, που θα αλλάξει μετά τη φωνή μου. Κι έτσι σας κοιτώ και βάζω τα δάχτυλά μου να σας μιλούν πίσω από μια φωτεινή εικόνα οθόνης, που υπακούει σε κάθε διαταγή μου. Μένουν τα δάχτυλα να προβάλουν αυτά που η γλώσσα κομπιάζει. Κι έτσι σας κοιτώ, εδώ, εκ του ασφαλούς στη σιωπή μου.
Κοίτα πώς βασιλεύει η σιγή, καθώς με πυρπολίζετε με τα βέλη σας. Κοίτα πώς με συντροφεύει το αθόρυβο εγώ μου στις ηχηρές υπάρξεις σας, καθώς κοχλάζει μέσα μου η φωνή και καταπίνεται σαν άλλο πικρό δηλητήριο. Κι έτσι χύνομαι στο πάπλωμά μου, φορτισμένη, μα ανάλαφρη. Άλλη μια μέρα, που η ζωή μου κυλάει εκ του ασφαλούς. Καμιά δική μου φωνή, κανείς δικός μου ψίθυρος, καμιά αλλαγή στον κόσμο, που μου θέτετε να ζω. Και πάλι καληνύχτα και πάλι καλημέρα και κάθε στιγμή να βράζει το το τσουκάλι της ψυχής μου εκκωφαντικά, μα για σας ερμητικά αθόρυβα. Άλλη μια μέρα εκ του ασφαλούς. Να γεμίζουν πληγές τα χτυποκάρδια μου, να αρρωσταίνουν οι γύρω μου, να κακοποιούνται μικρά παιδιά, να χτυπάνε στον τοίχο τον γείτονά μου κι εγώ να ξέρω κάτω από το πάπλωμά μου σκύβοντας το κεφάλι και να μένω καλυμμένη και αθόρυβη εκ του ασφαλούς. Κάτω από τα δροσερά σεντόνια, πάνω από το απαλό στρώμα να κρύβω το κεφάλι μου προς τα κάτω, σίγουρη πως κάνω το σωστό, να καταπίνω τη φωνή μου, εκ του ασφαλούς.
Πού να μπλέκεις; πού να μιλάς; Τι να πεις; Δε βαριέσαι η ζωή θα δείξει τον δρόμο της. Όλα γυρνάνε θα δεις δεν χρειάζεται να μιλήσεις, δεν χρειάζεται να βγάλεις χροιά, δεν χρειάζονται ψίθυροι από σένα. Έτσι σιωπηλός να περνάνε οι μέρες σου εκ του ασφαλούς. Πίσω από την κλειστή σου πόρτα του σπιτιού κάτω από το φτιαγμένο για σένα καβούκι σου κρυμμένος εκ του ασφαλούς.
Η φωνή σου θα αλλάξει τον κόσμο, το αντέχεις; Μα πες μου σκέφτηκες ποτέ τους γύρω σου; Εκείνους, που τα δόντια τους κρατάνε σφιγμένα, ελπίζοντας να απελευθερώσεις τα δικά σου και να ηχήσεις; Οι άλλοι αντέχουν να μη μιλάς; Σκέφτηκες ποτέ αυτή τη δόλια την ψυχή σου, που αργοπεθαίνει στο τσουκάλι, που την έβαλες να βράζει; Παρά μονάχα τον φόβο σου λογιέσαι. εκείνος, που τρέφει τη χύτρα, ανεβάζει τη θερμοκρασία στην απογοήτευση, ανακατεύει τις σκέψεις σου, δικαιολογεί όσα δε δικαιολογούνται, σε ταϊζει υπομονή, σου διδάσκει αντοχή και σου ράβει το στόμα. Εκ του ασφαλούς. Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ένα μικρό παιδί, που χαρούμενα θέλει να κελαηδά και να χορεύει, η ψυχή σου, φορτώνεται σκουπίδια και πιέζει την γλώσσα σου να κουνηθεί μα εσύ την σπρώχνεις πάλι στον οισοφάγο, προσθέτοντας στη ζωή σου άλλη μια μέρα εκ του ασφαλούς. Αυτό το εκ του ασφαλούς τους.
"Σε παρακαλώ" κραυγάζει η ψυχή, που ίσα ίσα την νιώθεις πια, καταπλακωμένη κάτω από τα σκουπίδια σου, προσπαθώντας να ορθώσει το ανάστημά της κατά του εκ του ασφαλούς σου. Μα εσύ της βουλώνεις τη φωνή της, που όλο και σιγότερα ακούς μες στο μυαλό σου, πετώντας της κι άλλα σκουπίδια, που βλέπεις κι ακούς στον κόσμο τους. Κι αργά αργά, σιγά σιγά, γρήγορα γρήγορα ξεχνάς το γέλιο, ξεχνας το χαμόγελο, ξεχνάς την αλήθεια, αφού είναι πιο ωραίο απαθής να μένεις εκ του ασφαλους στον κόσμο τους.
Και πονά η αληθειά και γιορτάζει το ψέμα. Και καταστρέφονται ζωές γύρω σου και επιβραβεύεται ο θάνατος των αξιών σου. Και θεριεύει ο φόβος και σιγάζει η ψυχή σου. Και καλοζωεί ο κόσμος τους και πεθαίνεις εσύ. Γιατί αν μιλήσεις φοβάσαι αν θα επιβιώσεις στον κόσμο, που θα αλλάξει από τη φωνή σου.
Και φωνάζει η ψυχή σου, καθώς παραδίδει εαυτόν και αργοσβήνει το κάλεσμα της :
"Άκουσέ με, σταμάτα να κεντάς το αδράχτι του θανάτου σου". Κι εσύ την σπρώχνεις πιο βαθιά και τρυπιέσαι από τη βελόνα καθημερινά μες στη σιγή σου, μα είσαι εκ του ασφαλούς. Κι αυτό σου φτάνει, σου είναι αρκετό κι ας μπορεί να καταστρέφεται ο ιδανικός κόσμος σου και ας υψώνεται ο αρρωστημένος δικός τους, κι ας τον αφήνεις να σκοτώνει την ψυχή σου, καθώς υψώνει τη σημαία της νίκης και μαγεύει με ξόρκια τη ζωή σου. Αρκεί, που είσαι ξαπλωμένος πάνω στο δικό σου απαλό στρώμα κι ας αδειάζεις μέσα σου. Αρκεί που είσαι πίσω από την πόρτά σου και υπάρχει ακόμα η αδράνεια της καθημερινότητάς σου, εκ του ασφαλούς. Μα πρόσεξε θα γίνει ο χρόνος δικαστής και την ψυχή σου θα προβάλει ως θύμα και εσύ με τον φόβο ως ένοχοι θα πληρώνετε το τίμημα. Εκ του ασφαλούς.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου