Καθισμένη σε ένα ξύλινο παγκάκι κάτω από ένα μεγάλο μπαλκόνι πολυκατοικίας, ατένιζε τις γοργές χοντρές ψιχάλες που δρόσιζαν την άσφαλτο. Πάνε πλέον 2 ώρες που είχε φύγει απ’ το σπίτι της δίχως κανένα προορισμό. Απλώς περιπλανιόταν. Νόμιζε πως κάπως έτσι θα διώξει τη μελαγχολία που κυρίευε την ψυχή της. Πίστευε πως όλα θα ήταν καλύτερα με μια βόλτα στο άγνωστο. Μα ήταν όλα τόσο μουντά εκείνη τη συννεφιασμένη και βροχερή ημέρα, που θα έλεγε κανείς, ότι ακόμα κι ο Θεός θρηνούσε μ’ εκείνη.
« Μαμά να κάτσω σε αυτό το παγκάκι λίγο, δίπλα σ’ εκείνη την ξανθιά κυρία;» Ακούστηκε απ’ τα δεξιά της μια παιδική φωνή. Ένα μικρό αγοράκι κρατούσε με το δεξί του χέρι μια μεγάλη ομπρέλα, ενώ με το αριστερό έσφιγγε τον καρπό της μητέρας του. «Μόνο για λίγο» απάντησε μια ψηλή γυναίκα ακριβώς από πάνω του «Έχουμε δρόμο μπροστά μας». Το κεφάλι της άγνωστης γυναίκας σκυμμένο διαρκώς προς τα κάτω έδειχνε να αγνοεί την ύπαρξη του αγοριού, που καθόταν δίπλα της. Δεν την ένοιαζε απολύτως τίποτα σε αυτόν τον κόσμο, όλα της φαίνονταν κενά και μάταια. 2 μικρές πετρούλες που κυλούσαν στον δρόμο απ’ τον αέρα τραβούσαν όλη της την προσοχή. Το πρόσωπο του μικρού παιδιού γύρισε σε μία στιγμή προς το μέρος της «Είστε καλά; Μαμά η κυρία γιατί κοιτά συνέχεια κάτω; » ρώτησε με αυτό το παιδικό αγαθό βλέμμα. Η ψηλή γυναίκα λύγισε τα γόνατά της και χαμήλωσε στο ύψος του. «Στ, ησυχία παιδί μου! Η κυρία απλώς φαίνεται στενοχωρημένη.» Η απορία έγινε αμέσως φανερή στο πρόσωπο του μικρού αγοριού και η μητέρα του προσπάθησε κατ’ ευθεία να προλάβει την επόμενη αδιάκριτη ερώτηση. «Υπάρχουν κάποιες στιγμές στη ζωή μας που τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα φανταζόμασταν, γίνεται κάτι που μας προξενεί λύπη. Είναι σα να σου χάλασε το καλύτερο παιχνίδι σου και να μην μπορεί να φτιαχτεί. Τότε εσύ τι θα έκανες;» Η ξανθιά γυναίκα σήκωσε το κεφάλι της κι άρχισε να μιλάει μες απ’ τα δόντια της « Όμως μερικές φορές δεν είναι τόσο εύκολο όπως ένα παιχνίδι. Εκεί μπορείς να αγοράσεις καινούριο. Αλλά τι θα γίνει αν δεν υπάρχουν άλλα; Αν κανένα δε σ’ αρέσει όπως εκείνο; Αν τίποτα…» δεν είχε καμία πρόθεση να σταματήσει… «Συγγνώμη που σας διακόπτω » αποκρίθηκε η μητέρα που στεκόταν ακόμη όρθια «αλλά πάντα στη ζωή μας θα βρούμε τον τρόπο να φτιάξουμε το παλιό μας παιχνίδι ή ακόμα κι αν όχι πάντα θα το αγαπάμε όπως είναι. Έτσι όπως έγινε, αφού χάλασε. Ακόμα κι αν το χάσουμε , μπορούμε να ξεπεράσουμε το χαμό του αγαπημένου παιχνιδιού μας, γιατί κάθε φορά που το πρωί ανατέλλει ο ήλιος καινούριες ελπίδες γεμίζουν το μυαλό μας. Σίγουρα θα ανακαλύψουμε κάτι άλλο που κρύβει μέσα του την ευτυχία, που ψάχνουμε. Αυτή τουλάχιστον είναι η γνώμη μου κι έτσι νομίζω είναι σωστό να σκεφτόμαστε πάντα. Γιατί αν καταστραφεί το παιχνίδι μας θα ‘ ναι ακόμα κοντά μας και θα το λατρεύουμε έτσι όπως είναι, χαλασμένο. Μα κι αν ακόμα το χάσουμε δε θα φύγει ποτέ από μας. Αφού ποτέ δε θα το ξεχάσουμε.» Σήκωσε το δεξί της χέρι και το άπλωσε στη μεριά του αγοριού «Έλα παιδί μου είναι ώρα να πάμε σπίτι μας, αρκετά έκατσες.» Καθώς απομακρύνονταν η καθισμένη γυναίκα άκουσε το μικρό παιδί να ψιθυρίζει στην κυρία που του κρατούσε σφιχτά το χέρι. «Δηλαδή μαμά; Αν χάσω το παιχνίδι μου εσύ μου υπόσχεσαι ότι πάντα θα μου πάρεις άλλο το ίδιο;» Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Οι φιγούρες τους δύσκολα διακρίνονταν πια ανάμεσα στον κόσμο.. Μονάχα η μητέρα για μια στιγμή καθώς έστριβαν στο τέλος του δρόμου, έριξε μια γρήγορη ματιά στο παγκάκι. Και χάθηκε.
Κι οι 2 γυναίκες ήξεραν ότι δεν εννοούσαν τα παιχνίδια, γνώριζαν ότι ούτε καν σε κάτι υλικό αναφέρονταν, αλλά ίσως ήταν πιο γλυκό έτσι, να αντιμετωπίζεις τα πάντα σαν ένα παιχνίδι, σαν κάτι τόσο απλό. Οι σκέψεις αυτές είχαν ήδη κατακλύσει το μυαλό της γυναίκας. Κι ήταν εκείνες οι λέξεις της μητέρας ικανές να την κάνουν να σηκωθεί απ’ το παγκάκι , να προχωρήσει. Θυμόταν όσα της είχαν συμβεί, πόσο δύσκολα είχε περάσει το τελευταίο διάστημα, πόσες άσχημες επώδυνες ψυχικά στιγμές είχε αντιμετωπίσει. Μα τώρα όσο πιο πολύ τα σκεφτόταν τόσο πιο πολύ το βήμα της δυνάμωνε, ένιωθε πως είναι ευτυχισμένη που κατάφερε να τα αντέξει όλα αυτά. Περπατούσε με το κεφάλι ψηλά γιατί ήταν σίγουρη για τον εαυτό της. Γιατί όλες αυτές οι δυσκολίες κατάφεραν να την κάνουν πιο δυνατή. Ήταν μονάχα μία λέξη που σκιαγραφούσε αυτό που ακριβώς ένιωθε για εκείνη. Κι εκείνη η λέξη δεν ήταν άλλη παρά υπερηφάνεια!
Έφτασε στο σπίτι της. Ο πατέρας της πάνω στο κρεβάτι ξαπλωμένος ανέπνεε με δυσκολία. Οι μάσκες οξυγόνου, ολοένα και τον αποδυνάμωναν. Δεν υπήρχε επιστροφή. Το’ χαν δηλώσει και οι γιατροί του. Την άκουγε όμως ακόμα, ήταν σίγουρη. Πλησίασε και του έπιασε το χέρι. «Μπαμπά σήμερα έμαθα κάτι πολύ σημαντικό, έμαθα ότι δε θα χωρίσουμε ποτέ κι ότι πάντα θα σαι εδώ μέσα στην καρδιά μου και ποτέ δε θα φύγεις! Στο υπόσχομαι. Σ’ αγαπώ πολύ. » Δάκρυζε, μα δεν άφηνε να φανεί. Ξάπλωσε δίπλα του και τον αγκάλιασε απαλά. Ήταν ,πλέον, βέβαιη ότι του’ χε πει όλα όσα ήθελε να ξέρει πριν φύγει. Εκείνος την κοίταξε επίμονα και προσπάθησε να χαμογελάσει, έπειτα έκλεισε τα μάτια του και κοιμήθηκε ευτυχισμένος. Για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου