Ήταν
μια συννεφιασμένη ημέρα του Σαββάτου.
Το σώμα μίας μεσήλικης γυναίκας σε έναν
καφέ καναπέ απολάμβανε την κάθε στιγμή
ξεκούρασης και αδράνειας που ζούσε. Τα
χέρια της τεντώθηκαν να αρπάξουν ένα
άλμπουμ φωτογραφιών από το τραπεζάκι
απέναντι.
Από
εκείνη την στιγμή η σκέψη της ταξίδεψε
στο παρελθόν. Πόσα άλλαξαν, πόσα θα ζήσει
ακόμα; Θυμάται, κάποτε τα νιάτα της, τις
χαμένες παιδικές έγνοιες . που να ‘ξερε;
Πως θα ήταν το μέλλον της; Άγνωστο. Εκεί
σε μία φωτογραφία στεκόταν εκείνη
λυγερόκορμη, ψηλή, γεροδεμένη, όμορφη
και δίπλα της οι φίλοι της χαμογελαστοί
έλαμπε πάνω τους το αισιόδοξο παρόν
και μέλλον. Και τώρα με δυσκολία στο
βάδην προσπαθούσε να μετατρέψει το
βλέμμα της, το ύφος της όπως τότε, σα μια
καλή ηθοποιός.
Γυρίζοντας
τα χρόνια πίσω, ενθυμούμενη τις τότε
παιδικές της ανησυχίες και γελώντας
σκεφτόμενη πόσο απλές ήταν στη λύση
τους. Μα μήπως και αυτές, με τις οποίες
τώρα σκοτίζεται το μυαλό της σε λίγο
καιρό να της φαίνονται γελοίες;
Αποκλείεται, σκέφτηκε, αυτές είναι
αρκετά σοβαρές. Τα δάχτυλα της άλλαζαν
τις σελίδες του άλμπουμ αργά, οι οφθαλμοί
της έτρεχαν μέσα στις φωτογραφίες σε
άλλους τόπους, σε άλλους καιρούς, σε μια
άλλη πραγματικότητα που βίωνε.
Τότε
οι βόλτες, οι φίλοι, τα γέλια, οι χαρές.
Τώρα τα γλέντια της παρέας νοσταλγούσε.
Τότε μια ελαφρά αισιόδοξη πραγματικότητα
την αγκάλιαζε με αγάπη τώρα στο σπίτι
μια απαισιόδοξη καθημερινότητα την
περικύκλωνε σθεναρά και εκείνη δεν
αντιδρούσε. Κακώς ή καλώς έτσι είχαν τα
πράγματα για εκείνη έτσι τα βίωνε, έτσι
τα έβλεπε.
Όλα
άλλαξαν. Δεν έβλεπε όμως πόσα είχε
καταφέρει, πόσες θετικές μεταβολές είχε
στη ζωή τα από τότε. Είχε ονειρεμένη
δουλειά, οικογένεια, αγάπη αλλά εκείνη
μονάχη πια αναπολούσε τα νιάτα. Το βλέμμα
σηκώθηκε από τις φωτογραφίες και κοίταξε
έξω από το παράθυρο. Είχε αρχίσει να
βρέχει. Και τα παιδιά κάτω στον πεζόδρομο
ξέγνοιαστα συνέχιζαν το παιχνίδι χωρίς
φόβο κινδύνου. Έσυρε το ταλαιπωρημένο
της κορμί να σηκωθεί και μετά από λίγη
ώρα κατευθύνθηκε προς το παραθύρι. Η
βροχή συνέχιζε ακάθεκτη. Ακούμπησε το
δάκτυλο της επάνω στο τζάμι και άρχισε
να κάνει σκίτσα, όπως τότε μικρή. Το
μυαλό την εμπόδιζε: μεγάλωσες αναλογιζόταν
μα η καρδιά στο τότε ακόμα χωμένη δεν
την άφηνε να σταματήσει. Είχε πια
σχηματίσει με υγρασία μια φράση: « όνειρο
δε θα τελειώσει ποτέ» ήταν εντολή της
καρδιάς, ήταν εντολή της ελπίδας που
κατέκλυζε την ψυχή της. Γιατί ακόμα και
αν όλα γύρω σου φαίνονται να αλλάζουν
ερμητικά και μόνο τα αρνητικά αντικρίζεις
να ξέρεις ότι πάντα το μέλλον είναι πιο
ευοίωνο από το παρελθόν.
Έτσι να το
βιώνεις και αισιόδοξη να είσαι για τις
αλλαγές σου, τα
θετικά
να
τα
τοποθετείς
πάντα
εμπρός
σου
σε
ότι
δυσκολία
και
αν
συναντήσεις.
Οι
αλλαγές
έρχονται
η
μία
μετά
την
άλλη
μα
εσύ
αν
θωρείς
τα
θετικά
μονάχα
διόλου
άσχημες
δεν
θα
σου
φαίνονται.
Αρκεί
μια
προσπάθεια
για
να
τα
καταφέρεις.
Σαν
καταρράκτης
απ’
τα
βουνά
έρχονται
στη
ζωή
σου
οι
αλλαγές
που
σου
ταξε
η
μοίρα
να
‘χεις
μαζί
σου.
Σαν
καταρράκτης
απ’
τα
βουνά
προβάλει
η
ανησυχία
για
αυτό
που
τώρα
αντανακλά
η
δική
σου
επιθυμία
και
ο
σκοπός
σου
σαν
φρουρός
φυλάει
το
θησαυρό
σου
και
μόλις
φτάσεις
πια
κοντά
το
σεντούκι
είναι
δικό
σου.
Και
οι
αλλαγές
που
βλέπεις
μπρός
σου
νύχτα
μέρα,
ανάλογα
πως
θα
τις
δεις
έτσι
θα
σε
συνοδέψουν
και
στη
ζωή
σου
μάθε
το
θα
πορευτείς
με
εκείνες.
Μα
εκείνες
ποτέ
δεν
θα
είναι
ο
αρχηγός
σου.
Αρχηγός
θα
είναι
εκεί
μονάχα
τ’ όνειρό σου,
μονάχα
οι
ελπίδες.
Η
γυναίκα
κάθισε
στην
κουνιστή
καρέκλα,
έκλεισε
τα
μάτια
και
συλλογιζόταν
τη
ζωή
της.
Τελικά
ήταν
περήφανη
πολύ
για
όσα
είχε
κατορθώσει
και
τα
όνειρα
στο
προσκήνιο
πάλι
τοποθετήθηκαν,
παρήλαυναν
στο
μυαλό
και
ανοίγονταν
δρόμοι
μπροστά
της
όχι
κακοτράχαλοι,
μα
ίσιοι
με
ελπίδες
στολισμένοι.
Κι
ήταν
η
θετική
της
σκέψη
και
τα
όνειρα
εκείνα
ικανά
για
να
φανερώσουν
το
πιο
αληθινό,
εκείνο
που
είχε
χαθεί
τόσο
καιρό,
να
βγάλουν
από
μέσα
της
το
πιο
γλυκό,
αγαθό
και
όμορφο
χαμόγελο
της.
Και
έλαμψαν
τα
πάντα
γύρω
της
σε
μια
στιγμή.
Ήταν
εκεί
η
ελπίδα.
Ήταν
εκεί
το
όνειρο
ακόμα
και
οι
αλλαγές,
δυσάρεστες
και
μη.
Και
εκείνη
χυμένη
στην
κουνιστή
καρέκλα
με
κλειστά
τα
μάτια
της
ονειροπολούσε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου