"Ξεκίνησες το τέλος να διηγείσαι και την αρχή λησμόνησες να πεις. Φοβήθηκες τον δρόμο που περπάτησαν πολλοί , μα σκιάχτηκες και τον δικό σου δρόμο και βήμα μπρος να κάνεις δεν μπορείς και σκυφτός το τέλος για αρχή παρομοιάζεις. Μη! πόσες φορές για λάθος λόγο επιφορτώθηκες τη λέξη και τρομαγμένος ακολούθησες άλλο μονοπάτι για να μη νιώσεις την κόντρα και τη δίψα για θυμό. Μη! μια λέξη μισή που δεν προσδιορίζει ποιο είναι το σφάλμα σου, μα σε αποτρέπει απ' τα πάντα που θυμάσαι να έχεις στη ζωή σου ενδοιασμούς. Την πράξη δεν τόλμησες, τη λέξη σεβάστηκες και το σώμα σου κύρτωσες να υπακούσεις το μη! Το δικό τους μη! Και έτσι σε βρίσκω τώρα να διαβάζεις αυτές τις γραμμές και να αρνείσαι πως ταυτίζεσαι με αυτές τις λέξεις. Μα για πες μου πόσο κρυφά έχεις βάλει τον θησαυρό εαυτό σου, που καλά καλά και εσύ δε θυμάσαι αν υπάρχει; Και σε ρωτώ δε σου θυμίζει τίποτα το μη; Αυτό το μη; Ναι αυτό που σκέφτεσαι; Το μη τους!
Ξεκίνησες να λες την ιστορία του θαύματος, απ' τη μέρα, που πέθανε και εκεί σταμάτησες τη διήγησή σου. Γιατί πια δε θυμάσαι το θαύμα, παρά μονάχα το τέλος του. Και ξέρεις πολύ καλά τον λόγο. Επειδή εσύ σταμάτησες το θαύμα, εσύ και την πειθώ του. Εσύ για αυτούς τους δικούς σου "σωτήρες", που σου ζωγράφιζαν τον δρόμο σου, σου καθόριζαν τα βήματά σου, σου σχεδίαζαν το χαρτί της ζωής σου και στο παρέδιδαν με τόση "ευλογημένη καλοσύνη" που σε έπειθαν ότι είναι το σωστό βήμα το δικό τους για δικό σου. Στο ακουμπούσαν το σκίτσο στα χέρια και με ένα στημένο χαμόγελο στο κατάκλυζαν στο μυαλό σου και έβαλαν με τέχνη αυτούς τους εαυτούς τους στην καρδιά σου, τελείως αρρωστημένα, σαν πράσινα ανθρωπάκια που χαμογελάνε την άνοιξη και την αγάπη, ενώ κάτω από το πράσινο πλουτίζει η καταιγίδα και o εγωισμός. Εγωισμός και κινήσεις που με ένα κομμάτι σκίτσο που σου απλώνουν πάνω σου, ζωντανεύουν μέσα από σένα και αυτοί ικανοποιημένοι δεν πεθαίνουν παρασιτούν πάνω σου κι εσύ νιώθεις πολύτιμος και ζωντανός, μα παραδέξου πόσο άδειος, φαγωμένος απ' τα ίδια τα παράσιτα είσαι όταν μονάχος πια και ήρεμος στο τέλος της μέρας το ταβάνι σου θαυμάζεις. Και ξέρεις γιατί είσαι άδειος, το ξέρει το σεντούκι του εαυτού σου, μέσα βαθιά σου, εκεί κάτω από το απλωμένο σκίτσο των "δικών σου", το σεντούκι του εαυτού σου. Πώς να σε καλύψει η χαρά στα πρόσωπα των δικών σου "σωτήρων", αφού δεν παλεύεις για αυτά, που στο σεντούκι σου αγαπάς, μα για αυτά που το σκίτσο γράφει.
Κι έτσι περνάνε οι μέρες σου και για πες μου πόσο ολόκληρος νιώθεις; Με τα μη τους και τα σκίτσα τους αγκυροβολημένα μέσα σου; Δες τους για μια φορά καθώς αυτές τις γραμμές διαβάζεις. Αυτό το χαμόγελο, που εκπέμπουν είναι το δικό σου χαμόγελο, που δεν εκπέμπει πια πάνω σου, μα δουλεύει για να φανεί σε αυτούς. Και θα μου πεις έτσι να ζω, βοηθώντας να ευδοκιμήσει το σκίτσο, αυτό είναι το σωστό. Μα δε θα διαφωνήσω στο όλο παρά μονάχα σε μια λέξη: ¨ζω" . Δεν ζεις παρασιτώμενος παρά μόνον επιβιώνεις. Γιατί η ζωή σου θέλει τον θησαυρό σου και όχι το σκίτσο τους για να ανθίσει. Είναι δική σου επιλογή αν θα ανακαλύψεις τον θησαυρό σου και αν θα τον αναδείξεις ή αν θα επιλέξεις το σκίτσο τους να εκπληρώνεις και αν θα το υιοθετήσεις. Και όποιο φως και να διαλέξεις να θυμάσαι πως πάντα το δικό σου θησαυροφυλάκιο κρυφά μέσα σου θα λάμπει περισσότερο αν και κλεισμένο, παρά κάθε δικό τους ζωγραφισμένο σκίτσο γιατί ο άνθρωπος έχει δύο επιλογές μόλις γεννηθεί να ζει ή να επιβιώνει . Κάποιοι ζουν πάνω στους άλλους, μα εσύ, που χεις τόσους να ζουν πάνω σου τι θες να κάνεις; Κρύψε το προσωπό σου, μάζεψε τα χέρια σου γροθιά, ακούμπησε τα γόνατά σου μεταξύ τους, σκίρτησε το κορμί σου για ακόμα μια φορά και σκέψου: "Θες να ζήσεις εσύ ή να συνεχίσεις τη ζωή των άλλων;". Δεν υπάρχει λάθος και σωστό, το μόνο που υπάρχει είναι τι θες για τη δική σου επίγεια ύπαρξη και στο κάτω κάτω για πόσο τον εαυτό σου έχεις. Και το γνωρίζεις πολύ καλά το πόσο.
Κρύψε για λίγο ακόμα το κεφάλι σου και σκίρτησε για λίγο ακόμα το σώμα σου και άσε τους να ανέβουν πάνω σου να ζήσουν για λίγο ακόμα, μέχρι να βρεις την τόλμη να τεντωθείς ψηλα, να τινάξεις το σώμα σου και να διώξεις ό,τι βρίσκεται πάνω. Απελευθέρωσε τον θησαυρό σου, αν το θες, μα αν το θες κινήσου γρήγορα, πριν το ρέμα του χρόνου κυλήσει ανεπανόρθωτα στεγνώνοντας το ρυάκι της ζωής σου, για τότε, που ούτε τη δύναμη δε θα χεις να αντισταθείς, μήτε την τόλμη, μήτε τη θέληση, καθώς θα έχει τόσο το σκίτσο τους απορροφηθεί απ' την καρδιά σου, που σαν αυτοσκοπό θα το θωρείς και σαν θέληση θα το γεύεσαι. Πάρε την επιλογή σου και περηφανεύσου για αυτή, όποια κι αν είναι είναι δική σου η ύπαρξη και είναι σεβαστή η επιλογή σου, αρκεί να ξέρεις τι είναι και συνειδητοποιημένος να βαδίζεις. Για δείξε μου λοιπόν δείξε μου, ναι, μη μου πεις με λόγια γιατί λόγια λέγονται πολλά αντίθετα στις πράξεις.
Δείξε μου τι επιλέγεις; Το σκίτσο τους ή τον θησαυρό σου;
Ξερίζωσε τα παράσιτα, για να βρείς το θησαυρό σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΞερίζωσε τα παράσιτα, για να βρείς το θησαυρό σου
ΑπάντησηΔιαγραφή