Κυριακή 3 Μαΐου 2020

Κι ειμαστε παλι εδω. ζωντανοι....



Κι είμαστε πάλι εδώ... Κρυμμένοι πίσω από τα κουμπιά του πληκτρολογίου, να αναζητούμε το εγώ μας σε μία κατάσταση μαζικής μέθης της καταστροφής. Κι είμαστε πάλι εδώ, πίσω από την κλειστή κουρτίνα του σαλονιού, χωμένοι πάνω σε έναν ημιστρωμένο καναπέ μιας άτακτης ζωής, που μας κυκλώνει. Κι είμαστε πάλι εδώ, πατώντας στις μύτες των πιο μικρών στο σώμα μας δακτύλων να προσπαθούμε να κινούμαστε αθόρυβα μην ταραχθεί η πολύβουη πραγματικότητα του δικού τους δήθεν. Κι είμαστε πάλι εδώ...Ζωντανοί ή και όχι.


Κοίτα με! Αυτά τα γράμματα είναι τα μάτια μου, αυτές οι λέξεις είναι η ψυχή μου. Δες με πώς παίζω με τα γράμματα, ενώ προσπαθείς να με δεις. Πώς αναπηδούν σε σειρά οι λέξεις για να σε μπερδέψουν να μη με βρεις; Ξέρεις γιατί; Έτσι έμαθα, να κρύβομαι, εκεί, που δε θα με ψάξεις ποτέ, στο πιο προφανές μέρος. Κι είναι ωραίο το κρυφτό, ξέρεις, αν έχεις βρει την κρυψώνα σου. Είναι ωραίο το φως αν πρώτα έχεις γνωρίσει το σκοτάδι. Μα τώρα με συναντάς, διαβάζεις τα μάτια μου και σχηματίζεις την ψυχή μου. Πες το, ψιθύρισέ το μαζί μου... 
Κι είμαστε πάλι εδώ... Πού; 

Κάτω από το πέπλο του αδύναμου παρατηρητή σε μια ροή χειμάρρου, που μας πνίγει. Ποιος ξέρει μέχρι πού φτάνει το ψέμα, ποιος ξέρει πού ξεκινά η αλήθεια; Ποιος νοιάζεται; Μόνο για τους γύρω μας, να φαινόμαστε ενημερωμένοι, να δείχνουμε πως ξέρουμε τη δήθεν ποντικοπαγίδα τους, ενώ αγκιλωμένοι σε αυτήν, τεντωνόμαστε να φτάσουμε το τυράκι, εκείνο, που πάντα έχουν ρίξει για να μπούμε. Κι είμαστε πάλι εδώ. Συζητήσεις του τίποτα και του πουθενά, υπερηφάνιες κοκόρων, ότι γνωρίζουν και κυριαρχούν, ενώ υποτάσσονται να συνυπάρχουν με άλλους χιλιάδες ίδιους κοκόρους στο ίδιο κοτέτσι. Ποια νέα; Τι λες; Ουάου! Πότε τα έκαναν όλα αυτά; Κοίτα να δεις οι κροκόδειλοι, δες τα λιοντάρια πώς τρώνε μυρμήγκια. Κοίτα η ζέβρα πώς γίνεται μπλε, δες πώς τα έχουν στήσει όλα. Καλυμμένα τα πρόσωπα ανώνυμα στην αλμύρα του καιρού και τα νέα διασπείρονται σαν άνεμος 10 μποφόρ με χαλάζι. Και τώρα; Με ρωτάς. Και τώρα είμαστε πάλι εδώ να περιμένουμε σαν νεογέννητα σπουργίτια με ανοιχτό το στόμα να μασ πετάξουν και πάλι το σκουληκάκι να μασήσουμε, να καταπιούμε, να ζήσουμε . Κι ένα ωχ αδερφέ. Κι αυτό το ωχ αδερφέ μας! Και για όσα νομίζεις ότι βλέπεις, είσαι τυφλός, και για όσα νομίζεις πως διαδίδεις είσαι μουγκός και για εκείνα τα ορθά σου πως μαθαίνεις, πως οι άλλοι σου λένε, εκείνα, που φωνάζεις στα αυτιά μου να σε ακούσω είσαι κουφός και παραμένεις έτσι. Ένας θορυβώδης σιγαστήρας, που ακούγονται φωνές για τα ιδεώδη σου μονάχα στους τοίχους και τυφλώνεσαι, μουγγώνεσαι, κουφαίνεσαι έξω απ' αυτούς. 

Και είμαστε πάλι εδώ. 

Βομβαρδισμένοι από όλα τα νέα του πλανήτη, από εκείνα που πιστεύει ο καθένας μας κι εκείνα που δεν πιστεύει, από εκείνα που επικροτεί και εκείνα που προσκρούει, να τρώμε το τυράκι, που μας σερβίρουν, με κάποιους από μας να νομίζουν ότι το τρώνε σε παγίδα και κάποιους από μας να νομίζουν ότι γευματίζουν στο σαλόνι τους. Μα όλοι μας το τυράκι τρώμε. Ποιος ξέρει αν το νερό της βρύσης της δικής μου είναι πιο καθαρό από το δικό σου; Πώς θα μάθεις την αλήθεια πίσω από το νέφος της μαύρης και κόκκινης σκόνης, που σου δίνουν να αναπνέεις οι μεν κι οι δε. Ποιος είναι σίγουρος; 

Και οι μεν και οι δε σερβίρουν γεύμα, εικασίες του τίποτα με επίγευση της σιγουριάς του δήθεν.
Κι είμαστε πάλι εδώ, να λέμε ευχαριστώ και καλή όρεξη μεταξύ μας, καθώς προσγειώνεται ο δίσκος. Κι εκείνοι, οι μεν κι οι δε, να μαγειρεύουν το δείπνο μας, εκείνο πριν πουν καληνύχτα στην εναπομείνουσα νόηση μας. Κι είμαστε πάλι εδώ ανάλογα με ποια νέα ενστερνιζόμαστε, να αγκαλιάζουμε είτε τους μεν είτε τους δε, ενώ εκείνοι σηκώνουν το πάπλωμα και φιλούν το κεφάλι μας, ευχόμενοι ολόψυχα στη νόησή μας καληνύχτα.

Κι άμα τους ψάξεις στο όνειρο δε θα τους βρεις, ούτε εκείνους, μήτε τους άλλους. Είναι ωραίο το κρυφτό και για αυτούς, το ξέρουν. Είναι ωραίο το κρυφτό γιατί έχουν βρει την κρυψώνα τους.

Κι είμαστε πάλι εδώ. Ζωντανοί ή και όχι.

2 σχόλια: