Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ .. ΜΕ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙΣ





Εγώ είμαι.. Τι με παρατηρείς μέσα από τα μαύρα γυαλιά, που κρύβουν το εγώ σου; Εγώ είμαι έξω από τη γυάλινη σπασμένη σφαίρα, που με είχες εντάξει να ζω, έξω από αυτό το χώμα , που με είχες φυτέψει για να ανθίσω, πέρα από κείνο, που πάντα θα υπολόγιζες να είμαι. Κοίτα με σου φαίνομαι ίδια; Εγώ, που κυνηγούσα μέχρι και τους Κύκλωπες τους τυφλούς μήπως σε βρουν και πληγώσουν, τώρα βρίσκομαι κι εγώ να πίνω καφέ μαζί τους και να τους εξηγώ πως κι εγώ που έβλεπα, δεν έβλεπα εν τέλει. που και τα χρώματα, που διέκρινα δεν άλλαζαν τον κόσμο. Πως ίσως εκείνοι έβλεπαν καλύτερα. Εγώ που μέχρι και την αποκεφαλισμένη Μέδουσα φύλαγα να μην τη δεις και σε καταστρέψει, εγώ τώρα χτενίζω τα μαλλιά της και της εξηγώ ότι κι αυτός ο φόνος της ήταν λύτρωση για κείνη πως κι αυτή η μεταμόρφωσή της σε Μέδουσα ήταν σωτήριο, καθώς κάπως έτσι γλίτωσε τη γυάλινη σπασμένη σφαίρα και το χώμα. Κοίτα με! Δίπλα σε όλους εκείνους τους κακούς, που πολεμούσα να μην γρατζουνίσουν ούτε στο ελάχιστο την καρδιά σου να τους εξηγώ πως η καρδιά μου δεν υπάρχει πια. Να τους εξηγώ πως την έκανες πέτρα, πως όλα εκείνα για τα οποία ύψωνα την ασπίδα ήταν πλέον μια παράλληλη φύση της ζωής, μια έξαψη της φαντασίας μου. Κοίτα με δεν κλαίω όχι γιατί είναι πέτρα η καρδιά μου γιατί ακόμα κι εκείνη αόρατη χτυπά δυνατά και σπάει και 'χει κομματιάσει τόσες φορές, που πλέον δεν υπάρχει μέρος να μην έχει χτυπηθεί , μέρος να μην έχει πονέσει. Δεν κλαίω όχι γιατί δεν πονάω αλλά γιατί έχω συνηθίσει τις μαχαιριές σου, έχω πλέον πληγές ανοιχτές κι εκείνες δε νιώθουν πια τον πόνο σου.

Εγώ είμαι! Αυτή που σου έδινε τη χαρά και το χαμόγελό της σε κάθε σφαλιάρα σου, αυτή που στεκόταν όρθια σε κάθε σπρωξιμό σου και σε αγκάλιαζε γιατί έτσι θεωρούσε πως θα σε θεραπεύσει και μετά εσύ πάλι την χτύπαγες και πάλι εκείνη σε έπαιρνε αγκαλιά και σε κοιτούσε μήπως τώρα φορτίσεις από αγάπη. Μα δεν υπολόγισες πόσα κόκκινα σημάδια είχα και πώς πλήθαιναν αυτά κάθε φορά που έτρεχα για σένα...λύγισα πλάνταξα στο κλάμα και θεώρησα πως έτσι θα αντέξω να σε αγαπώ περισσότερο να προσπαθώ περισσότερο με το ρόπαλο να σε επαναφέρω στην αρένα της μάχης. 

Με αναγνωρίζεις; ή καλύπτουν το πρόσωπό μου οι γρατζουνιές, που έγιναν βαθιές πληγές του παρελθόντος σου; Έπεφτα με τα γόνατα να συγκρούονται στο τσιμέντο για να σηκωθείς και να με δεις για να μου πεις μπράβο σε αγαπώ προχώρα, για να σε σώσω. Για να με σώσω. Κι εσύ όπως ήμουν γονατισμένη κρατώντας στα χέρια μου εσένα , που είσαι πιο βαρύ κι από τη γη του Άτλαντα, με πίεζες να ξαπλώσω, με έσπρωχνες να παραδωθώ στη δύναμη της μοίρας. Δες με πώς σηκώθηκα και σε πέταξα μακριά, αδιαφορώντας για το αν υπάρχεις μέσα μου. 

Έγιναν όλοι οι άλλοι η ύπαρξή μου κι εσύ μια παράπλευρη αναγκαιότητα του συζην. Εγώ είμαι τι με κοιτάς; Εγώ που θυσίαζα την αναπνοή μου για να εισπνεύσεις εσύ, εγώ που λάσπωνα την καρδιά μου για να σε δέσουν με κηδεμόνα , για να ελέγχω την ανάπτυξή σου. Κοίτα με ζω μέσα σου, μα τόσο μακριά σου, που ούτε καν σε βλέπω πια, ούτε καν που νοιάζομαι αν θα επιβιώσεις, αν θα επιβιώσουμε κι οι δύο. Μη μου κρούεις τον κώδωνα του κινδύνου, τη νιώθω την ενόχληση, το αισθάνομαι το νεύρο του πόνου όταν το προκαλείς μα τόσα χρόνια που σε σεβόμουν με κατέστρεφες, τώρα θα σωπάσεις γιατί δε σε αντέχω άλλο να γίνεσαι ο αφέντης και εγώ ο πιστός υπηρέτης πάντα στις διαταγές σου. 

Μα τι εννοείς ή μαζί ή τίποτα κι αν θέλω να σε αποχωριστώ δεν υπάρχει τρόπος; Τι εννοείς τα μάτια μου προδίδουν τη συνύπαρξή μας; Τι εννοείς το πνεύμα μου γεννήθηκε από σένα; Τι εννοείς το συναίσθημα φτιάχτηκε μαζί με σένα; Μα τι εννοείς η καρδιά χτυπά χάρη σε σένα; Και τότε τι κάνουμε; Είμαι αφιερωμένη σε σένα στη λάσπη μέσα στη γυάλινη σφαίρα σου για πάντα κι εσύ μου συνθέτεις το παρελθόν, παρόν και  μέλλον. Εσύ μου χτίζεις το είναι.. Και το έκανες τόσο ευάλωτο, το έκανες τόσο ρευστό, που όλοι πάτησαν για να νιώσουν τη γαλήνη καθώς ποδοπατούσαν την απαλή επιφάνειά του και παραμορφώνοντάς το κάθε φορά σε κάτι ακόμα πιο άσχημο. 

Κι εγώ ήμουν εκεί για αυτούς γιατί εσύ με φόβισες πως για τέτοιους είμαι. Κι εγώ προσπαθώ να σώσω τον κόσμο γιατί δεν μπορώ πια να σώσω εσένα, γιατί κουράστηκα να σώζω εμάς. Γιατί το θεωρώ ανώφελο να καώ και πάλι στη φωτιά για να σε βγάλω έξω από αυτή και να ανασάνεις. Γιατί  έπεσα ανάσκελα τόσες πολλές φορές μέσα στην στάχτη απλά για να σε δω να ζεις κι εσύ να παραπατάς στην πρώτη πέτρα και εγώ σαν μπαστούνι να σου λέω πρόσεχε... Γιατί απηύδησα και ξεφύσηξα δυνατά την τελευταία φορά που προσπάθησα να σε σηκώσω και εσύ αδιαφόρησες να πιάσεις το χέρι μου. 

Για όλα κείνα που δε λέω ζω πλέον για τους άλλους γιατί ίσως σε κείνους μπορεί να καταφέρω να φτιάξω εκείνα για τα οποία εσύ μου γυρνούσες επιδεικτικά το κεφάλι. 

Για όλα εκείνα που δε λέω ναι το παραδέχομαι ζω για αυτούς σκοτώνοντας εσένα, πυροβολώντας εμένα, ευνουχίζοντας εμάς. Μα έτσι προχωρώ να αδιαφορούν κι εκείνοι κι εσύ για όλα όσα προσπάθησα να σας δώσω, εκείνοι να μην προσφέρουν κάτι πίσω κι εσύ τότε που ασχολούμουν μαζί σου να μην αντιδράς. Και πες μου ποιον να κοιτάξω; 

Ποιον να βγάλω από το πηγάδι; Δεν βλέπω φως. τι συνέβη; Δεν βλέπω ήλιο και δεν βλέπω και τριγύρω μου το πηγάδι σας, μονάχα τοίχο και νερό να κολυμπώ. Κοίτα με με αναγνωρίζεις; Εδώ κάτω στο σκοτάδι μέσα στο νερό και τριγύρω τοίχους να σας καλώ να με σώσετε, να σας παρακαλώ την προσοχή να σας πετάω από το σκοτάδι πάνω ό,τι θησαυρούς βρίσκω να τα πάρετε για να με δείτε για να με αγγίξετε για να αγαπήσετε εσείς εμένα πια. Σκύψτε και δείτε με, ακούστε τον ήχο που κραυγάζει εδώ κάτω για προσοχή και αγάπη, σκύψτε και δείτε πόσο χαμηλά είμαι για να σας ανεβάσω, σε τούτο το πηγάδι, που τράβηξα να σώσω και σένα και τους άλλους γλίστρησα και μένω εγώ πια. Και μένα τώρα ποιος θα με βγάλει; Κι εσάς πια ποιος θα σας σώσει αν όχι εγώ;



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου