Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

το μεσα μας φως


 "Σαν κάποτε να άναψαν τα κίτρινα τα φώτα μέσα μας, έτσι δεν είναι ;" Η χούφτα του μικρού κοριτσιού προστάτευε τα ψίχουλα από ένα μικρό κουλούρι, από την τροφή εκείνη, που είχαν να ζήσουν

"Για πότε κάποτε μιλάς;" Τα μάτια της ηλικιωμένης γυναίκας γυρνούσαν να αντικρίσουν το μικρό της θαύμα, όπως το αποκαλούσε, κατάκοιτη όμως κι ανήμπορη να φωνάξει βοήθεια πέρα από τους τέσσερις τοίχους χαμογελούσε ρυθμικά για κείνο το παιδί, που εκείνη ήταν όλη πια η δύναμή του.Το πλάσμα αυτό έσφιξε κι άλλο το χεράκι του και σήκωσε τον αντίχειρα προς τα έξω.

"Στο μέσα μας , στο μέσα μας το σπίτι το παλιό, τα είδες τα φώτα κάποτε έτσι δεν είναι; Ήταν μεγάλη η λάμψη ; φώτιζε όλος ο ουρανός, έλαμπαν οι δρόμοι ;" Ο άνεμος άφηνε ανεξίτηλα το θρόισμα των φύλλων να πλέκει τη μουσική εκείνο το βράδυ ώσπου να σβήσει τ φεγγάρι πίσω από το φως του ήλιου. Κι ήταν δυνατός ο άνεμος και ηχηρή η μουσική τόση, που η γηραία γυναίκα κλεισμένη μέσα στην δύση της ψυχής της δεν έβλεπε τον ήλιο να έρχεται ποτέ. 

 

"Ποια είναι τα πιο εκτυφλωτικά φώτα , που χεις δει; " είπε η γηραία γυναίκα

"Της πλατείας, όχι του φορτηγού, που περνάει , όχι όχι όχι τα πιο δυνατά είναι του ήλιου"

"Τέτοια φώτα ήταν μέσα μας, αγάπη μου, τα φώτα του ήλιου και κυρίως το βράδυ. Τότε όταν δεν έβλεπαν τα μάτια, όταν ασθενούσαν οι οφθαλμοί σπινθίριζαν εκείνα τολμηρά και ανεμπόδιστα. Και ξέρεις γιατί δεν έβλεπαν οι κόρες μας καρδιά μου; Γιατί τριγύρω υπήρχε κατσουφιά, τριγύρω κυριαρχούσε το πρόβλημα, τριγύρω έχανε η τύχη τότε τυφλώνονταν τα μάτια και άναβαν τα μέσα μας... Ο άνθρωπος μικρό μου με αυτά τα φώτα περπατάει, με αυτά τα φώτα στέκεται με αυτά τα φώτα στρέφει το επόμενο βήμα του." Τα χέρια της τεντώθηκαν κάθετα με το σώμα της. "Τα βλέπεις αυτά τα χέρια;" Το μικρό κορίτσι έγνεψε καταφατικά το κεφαλάκι του " κι εγώ τα βλέπω συνεχίζει η γηραία γυναίκα "Ξέρεις γιατί υψώθηκαν;" 

 

"τσου" αποκρίθηκε η μικρή

"Γιατί αυτό τα διέταξε το μέσα μας. Όσο μέσα μας σπινθιρίζει φως  τα χέρια θα σηκώνονται για καλό όσο μέσα μας σβήνει θα πέφτουν χωρίς προσφορά όπως πέφτουν τώρα και τα δικά μου. Μα κάποτε είχα μέσα μου τέτοια φλόγα, θυμάσαι κι εσύ, που το φως ξεχώριζε πριν καν με αντικρίσουν..."

"Και πόσο γρήγορα σβήνει το φως μέσα μας; πώς χάνεται η λάμψη"; το χεράκι της με τα ψίχουλα άνοιξε και τα μάτια της άρχισαν να μετράνε αν είναι όλα στην χούφτα της

"Δες το ημερολόγιό σου, σαν σήμερα μία Δεκεμβρίου, υπάρχουν άνθρωποι και γεγονότα που μας δίδαξαν , πόσο δύσκολα σβήνει το φως.. Η Άννα η Κομνηνή που σαν σήμερα γεννήθηκε έλεγε πως ρέει ο χρόνος καρδιά μου και μαζί του παρασέρνει όλα τα της μνήμης μικρά, το φως όμως δεν ήταν μικρό να παρασυρθεί, το φως ήταν δίπλα της όσο εκείνη μεγαλουργούσε κι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης που σαν σήμερα το 1818 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία όσο έσβηνε ο κόσμος γύρω του τόσο φούντωνε το φως μέσα του κι έτσι προχώρησε ως τέλος ώσπου να πει για να επιρρώσει το φως μέσα του " Τι έχεις καρυδιά μου και παραπονιέσαι; Μην σε πετροβολούνε τα παιδιά; Είναι επειδή έχεις τα καρύδια." Τόσο το φως μέσα στους ανθρώπους δεν έσβηνε εύκολα, δεν έσβηνε όσο και να φύσαγε μαινόμενος ο άνεμος της αναποδιάς, όσο και να πολεμούσε εναντίον του φωτός κάθε άχαρη δύναμη σκότους."


 "Και τώρα γιατί πέφτει το χέρι σου; Γιατί το φως σου σιγολιώνει;" τα ματάκια του μικρού κοριτσιού καρφώθηκαν στα χείλη της γηραίας γυναίκας...

¨"Γιατί εσύ μικρή μου σβήνεις.. Σε παρατηρώ τόση ώρα πώς τα ψίχουλα κοιτάς, πώς μετράς το κάθε ψιχουλάκι , πώς φοβάσαι μην σου φύγει και το τελευταίο κουλούρι, όπως έφευγαν όλα τα υπόλοιπα.. Και το κρατάς σφιχτά λιώνοντάς το και αναγκάζοντάς το από τον φόβο σου κι εκείνο να καταστραφεί. Και ξέρεις πως εγώ σου δείχνω όλες εκείνες τις φορές, που έχασες το κουλούρι σου για να σε προφυλάξω, να σου θυμίσω πώς με λένε . Εμπειρία. Και εσύ που ονομάζεσαι Ελπίδα είσαι ο οδηγός μου. Και σε εσένα, σε σένα καρδιά μου αν σβήνει το φως μέσα σου, πώς εγώ σαν εμπειρία να λάμψω, πώς έστω να ανάψω έστω και σπίρτο ακόμα; Τότε λοιπόν , αφού σε σένα στηρίζομαι αν θα σηκωθώ ξανά, αν θα φωτίσει το μέσα μου πάλι, η ερώτηση πάει σε σένα μικρή μου τώρα που ανατέλλουν οι μέρες των Χριστουγέννων...

Για πόσο ακόμα θα σφίγγεις με φόβο το κουλούρι που κρατάς, για πόσο ακόμα θα τρομάζεις μήπως χαθεί όπως τα άλλα; Μήπως αυτό το κουλούρι είναι ακόμα ένα στοιχείο για να ανάψει το φως; Για πόσο ακόμα θα ζω ξαπλωμένη χωρίς δύναμη να δράσω; Και πες μου τελικά λοιπόν έσβησε το φως μας, Ελπίδα μου ή μήπως τώρα γεννιέται;" 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου