Συναντηθήκαμε
τυχαία μέσα σε ένα ασανσέρ, εγώ η πιο μικρή από όλους κοίταζα τα πρόσωπα των
παιδιών , που έμπαιναν. Ήμασταν στην αρχή 3, το ένα, εγώ, ήμουν μικρόσωμο η
Ιζαμπέλ, το άλλο νέγρο αγόρι ο Ζαχάρ και το τρίτο ένα σκιστομάτικο μικρό αντράκι,
ο Τσεν.. Και τα τρία κρατούσαμε στα χέρια χαρτάκια με νούμερα. Τα νούμερα της
ελευθερίας μας. Τρία παιδιά έως δέκα ετών από τόσο μακριά, τόσο κοντά μέσα σε
ένα ασανσέρ να ψάχνουν τη ζωή τους. Σιωπούσαμε, ώσπου έκλεψα μια ματιά να δω το
νούμερο του διπλανού μου, 8 νούμερα πιο πίσω από μένα, κατσούφιασα:
«-Θα μας πάρουν μαζί;» το ρώτησα το
νέγρο παιδάκι Ζαχάρ, που ήρθε αριστερά μου «Είμαι το 257 για σήμερα, εσύ το 268».
«-Έφαγες;» με ρώτησε, έγνεψα
καταφατικά και έσκυψα το κεφάλι , καθώς το σκιστομάτικο ο Τσεν με αγωνία με
κάρφωνε στα μάτια. Προσπάθησα να στρέψω αλλού τη ματιά μου, αλλά με διαπερνούσε
σαν καρφίτσα το βλέμμα του.
«-Ξέρεις πού θα μας πάνε; Είμαι το 249»,
με ρώτησε.
«-Το ασανσέρ ανεβαίνει για κάπου»
απάντησα. Τα φωτάκια από τα νούμερα των ορόφων έσβηναν, καθώς ο ένας όροφος
διαδεχόταν τον άλλον.. «Μάλλον για κάπου καλύτερα» προσέθεσα, κοιτάζοντας τον
Ζαχαρ να έχει κάτσει σε στάση μουσουλμανικής προσευχής κρατώντας την κοιλιά
του, χλωμός κι ανήμπορος να συγχρονίσει το βλέμμα μου με το δικό μου. Με μια
απότομη κίνηση το σώμα του Τσεν γύρισε προς το μέρος του νέγρου παιδιού,
κοιτάζοντας τον κουλουριασμένο σα να παρακαλάει για σωτηρία από μια ανώτερη
δύναμη. Δυο λέξεις ίσα, που σχηματίστηκαν με τη γλώσσα του: «Είσαι εντάξει;» ψέλλισε.
«-Πεινάς;» συμπλήρωσα τρομαγμένη.
«-Πολύ» ανταποκρίθηκε με τρεμάμενη
φωνή εκείνο «Θα μας ταΐσουν;» συνέχισε.
Κανείς μας
δεν απάντησε. Ποιος ξέρει, ποιος θα μπορούσε να ξέρει. Έτσι σκυμμένοι από πάνω
του κοιτάζαμε τη φωτεινή ένδειξη στο ασανσέρ να καλωσορίζει το ένα νούμερο
ορόφου μετά το άλλο, ενώ ανηφορίζαμε εγκλωβισμένοι όχι ανάμεσα στους τριγύρω
μας τοίχους, μα κυρίως ανάμεσα στις σκέψεις μας. Πηγαίναμε πάνω πάνω για την ελευθερία.
Μας είχαν τάξει ελευθερία. Σιωπούσαμε , σα να σιωπούσαμε υπέρ κάποιου.