“Εγώ,
ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος
Ε', βιαζόμενος από της Πόρτας, σας στέλλω
αφοριστικά [...] Εσείς,
όμως, να τα θεωρείτε αυτά ως άκυρα, καθότι
γίνονται με βίαν και δυναστείαν και
άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου...». Τα
μάτια του καρφωμένα στο χαρτί μήτε ήθελε
να τα σηκώσει, είτε γιατί με άγρυπνο και
επίμονο βλέμμα τον παρακολουθούσε ο
Σουλτάνος Μαχμούτ Β', είτε γιατί με βάρος
στην καρδιά έπλαθε τούτα τα λόγια. Ουδείς
ποτέ δεν ήταν σε δυσχερέστερη θέση από
κείνον σκεφτόταν, ουδείς ποτέ δεν
αναγκαζόταν να αφορίσει τους επαναστάτες
του Έθνους του, τους επαναστάτες της
ελευθερίας... και με τέτοιες σκέψεις το
κεφάλι του όλο και περισσότερο βούλιαζε,
μα εκεί στον βούρκο των σκέψεων του μία
φωτεινή ελπίδα ανέτειλε μέσα του, πως
μονάχα ένα μούδιασμα θα προκαλούσε
στους επαναστάτες και πως δε θα πτοούνταν
ανασταλτικά με αυτόν τον άκυρο, όπως
τον έγραφε αφορισμό για την επανάσταση.
Σήκωσε το κεφάλι αργά και με διστακτικά
τρεμάμενα χέρια παρέδωσε το έγγραφο
για να παραδοθεί στον Αλέξανδρο Υψηλάντη
και η πένα έγραφε 23 Μαρτίου 1821. ήξερε
ότι θα ερχόταν μία αρχή καινούρια στον
ελληνισμό αλλά και ένα τέλος. Το δικό
του το τέλος.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρόνοι παλιοί που χάνονται μες στης ζωής τη σκέψη επανέρχονται μες στην καρδιά κι έχουν πολλά να πουν.... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρόνοι παλιοί που χάνονται μες στης ζωής τη σκέψη επανέρχονται μες στην καρδιά κι έχουν πολλά να πουν.... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Αποκριες και εκκλησια! μια ιδιορρυθμη σχεση
Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016
Πίσω από τις μεταξένιες κουρτίνες των ανακτόρων, πίσω από τα άγουρα βλέμματα του λαού, πίσω ακόμα και από την αυγή της άνοιξης πλέκουν μια ιστορία, εκείνοι που η κλεψύδρα της ιστορίας της γης τους έχρισε συγγραφείς της. Ακόμα μια ιστορία για να καθορίσουν ακόμα μία πρακτική, ακόμα ένα ανθρώπινο έθιμο. Οι δείκτες του χρόνου δείχνουν 6η Οικουμενική Σύνοδος και τα βλέφαρά ενός νεαρού άνδρα, που κοιτά τον ουρανό, κλείνουν αργά για να μεταφερθούν ψυχικά σε εκείνη την αίθουσα, εκείνο τον χρόνο, 692 μ.Χ. Βίωμα ή όραμα;
Πίσω από μια μαρμάρινη κολόνα με σφιγμένο το σώμα τους παρακολουθούσε. Ήταν εκεί και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος και άλλοι περίπου 200 Επίσκοποι. Το ήξεραν, το γνώριζαν καλά πως βρίσκονταν αντιμέτωποι με ένα αρχαίο έθιμο, με μια συνήθεια, που είχε ενσωματωθεί στα πλαίσια της κοινωνικής δομής, ένα έθιμο όμως, που σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους, αναπαρήγαγε ειδωλολατρικά έθιμα και αποσυντόνιζε την ηρεμία της κοινωνίας, την Αποκριά. Ο νεαρός άνδρας πίσω από την κολόνα με το δεξί του χέρι ακουμπισμένο στον τοίχο τα όσα υποστήριζαν άκουγε, για τα όσα συγκρούονταν έπαιρνε μες στης σιγής την σκέψη του θέση.
Ώσπου μια φωνή βροντερή από το τραπέζι ηχηρά είπε: “Δύο είναι οι λύσεις δια το αρχαιοδιονυσιακό έθιμο των Αποκριών και τις 2 θα συζητήσουμε και από τις 2 τη μία μονάχα καθολικά θα εφαρμόσουμε”. Τα βλέμματα όλων στράφηκαν επάνω του, καθώς αυτός έβαζε δύναμη στα πόδια να σηκωθεί όρθιος, ώστε να γίνεται αντιληπτός από το σύσσωμο πλήθος, ακόμα και από τον κρυμμένο νεαρό άνδρα. Πριν καν το στόμα του εκφράσει τις σκέψεις του, οι συνομιλητές με βαβούρα τον παρότρυναν να μιλήσει.
ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ, ΣΥΜΒΟΛΟ ΜΙΑΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ, ΕΝΟΣ ΑΛΥΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ, ΑΣΚΗΤΑΡΙΑ.
Τρίτη 3 Ιουνίου 2014
- "Περπάτα. Μη διστάζεις. Προχώρα. Τι κόβεις τον βηματισμό;" Το πρόσωπό του τρομαγμένο κοιτούσε πίσω του. Τέντωσε το δεξί του χέρι και έσπρωξε τον μπροστινό του, που μήτε μιλιά έβγαζε μήτε ιδρώτα. Παγωμένος έσερνε ένα καρότσι υλικά και υπάκουε, απλά υπάκουε. "Πιο γρήγορα, πιο γοργά, μπορείς! Θα μας φτάσουν, δεν καταλαβαίνεις. Σε λίγο ξημερώνει και θα μας προδώσει το φως".
Ο ήλιος ίσα που ξεπρόβαλε από την άκρη του πελάγους όταν έφτασαν μπροστά από τη μύτη ενός βουνού. Ανακουφισμένοι έκατσαν στην άκρη του κύματος και αγναντεύοντας λιγάκι την ανατολή σχεδίαζαν την ανάβασή τους. Πώς θα ήταν καλύτερο, πιο βολικό, λιγότερο επίπονο με τόσα υλικά, που κουβαλούσαν. Δεν ήταν από τούτο τον τόπο ούτε πολλοί, μονάχα πέντε, μα ήταν αρκετοί να μοιραστούν το βάρος. Ο γηραιότερος έφτιαχνε με τις πέτρες σπίτια και άρχισε να διηγείται μια ιστορία στους υπόλοιπους. Θα περίμεναν λίγο ακόμα να ξεκουραστούν κι έπειτα θα έπαιρναν το δρομάρι για τα απάτητα χώματα του βουνού μπροστά τους. Ήταν μακρύς ο δρόμος από τον Μονόλιθο και ο Άη Γιάννης ήταν βοηθός τους, πίστευαν κι έλεγαν κι έπαιρναν θάρρος.
Μήτε μια ώρα δεν πρόλαβαν να μετρήσουν οι δείκτες, όταν μία δάδα αναμμένη πλησίαζε προς το μέρος τους. "Ποιος είναι εκεί;" Τσίριξε ο ένας, μα ο διπλανός του, του βούλωσε το στόμα. "-Πέτρο, σστ" ψιθύρισε και με απαλές κινήσεις έκανε νεύμα στους άλλους να ετοιμαστούν. Είχε φτάσει η ώρα, η ώρα της ανάβασης. Έπιασαν με μια κίνηση όσα υλικά μπορούσαν, κάποια πετάχτγτηκαν στην άμμο, κάποια διασκορπίστηκαν, μα δε γύρισαν να τα μαζέψουν. Με έναν ταχύ βηματισμό κρύφτηκαν στο βουνό.
Ο Μητσος κι ο κοτσος. ποιος ειπε πως δεν τιμωρουνται οι πολιτικοι...
Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013
"Άρχισε η κάθαρση". Ένα σύνθημα στον γκρίζο τοίχο μπροστά του και μια δολοφονία ήταν αρκετά. Αρκετά στον περίπατο, που έκανε, να καταλάβει πως όλα κάποτε μαθαίνονται, πως όλα έχουν ένα τίμημα και πως την έχει μπλέξει άσχημα. Οι εφημερίδες και οι ειδήσεις είχαν βουήξει. Τα πρωτοσέλιδα έγραφαν: "Δολοφόνησαν τον Παύλο με το σύνθημα «Να χτυπήσουμε τους κλέφτες και πουλημένους πολιτικούς» ." Κοίταξε δεξιά του στον δρόμο, άνθρωποι κάθε λογής περπατούσαν αμέριμνοι, δεχόμενοι θετικά την καινούρια μέρα, που άπλωνε τριγύρω της τα ζωντανά χρώματα, εκείνα του ήλιου. Μα πώς να τα προσέξει όλα αυτά εκείνος εδώ και ένα διάστημα "τσουρουφλιζόταν" με την ομάδα του σε μία διαρκή επίθεση από παντού... Το κινητό του χτύπησε τρεις φορές "Μήτσος" έγραφε η ένδειξη... Ήταν το παρατσούκλι του, του το χαν βγάλει όταν μια εφημεριδα είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο με θέμα «Ο Μήτσος της Ρήνης, ο πολιτικός, από τους Μελισσουργούς της Αρτας, ο γιος του αγωγιάτη». Ξανακοίταξε την ένδειξη, συνέχιζε απτόητο να καλεί.Δεν το σήκωνε... Τι να του πει... Εδώ δεν ήξερε τι να πει ο ίδιος στον εαυτό του. Πάτησε το κουμπί της απόρριψης με μίσος.. "Την εχεμύθεια μου μέσα, άντε να ξαναεμπιστευτείς άνθρωπο...".του ξέφυγε, γύρισε και είδε τον κόσμο να τον κοιτάει, τους χαμογέλασε μηχανικά μα τόσο ψεύτικα και απομακρύνθηκε με βήμα γοργό. Στόχος του το καφενεδάκι στην Πλάκα... Τον περίμενε εκεί ο Μήτσος...
Μια ανασκοπηση ζωης, μια πορεια στο μελλον...
Σάββατο 21 Ιουλίου 2012
Ήταν
μια συννεφιασμένη ημέρα του Σαββάτου.
Το σώμα μίας μεσήλικης γυναίκας σε έναν
καφέ καναπέ απολάμβανε την κάθε στιγμή
ξεκούρασης και αδράνειας που ζούσε. Τα
χέρια της τεντώθηκαν να αρπάξουν ένα
άλμπουμ φωτογραφιών από το τραπεζάκι
απέναντι.
Από
εκείνη την στιγμή η σκέψη της ταξίδεψε
στο παρελθόν. Πόσα άλλαξαν, πόσα θα ζήσει
ακόμα; Θυμάται, κάποτε τα νιάτα της, τις
χαμένες παιδικές έγνοιες . που να ‘ξερε;
Πως θα ήταν το μέλλον της; Άγνωστο. Εκεί
σε μία φωτογραφία στεκόταν εκείνη
λυγερόκορμη, ψηλή, γεροδεμένη, όμορφη
και δίπλα της οι φίλοι της χαμογελαστοί
έλαμπε πάνω τους το αισιόδοξο παρόν
και μέλλον. Και τώρα με δυσκολία στο
βάδην προσπαθούσε να μετατρέψει το
βλέμμα της, το ύφος της όπως τότε, σα μια
καλή ηθοποιός.
Γυρίζοντας
τα χρόνια πίσω, ενθυμούμενη τις τότε
παιδικές της ανησυχίες και γελώντας
σκεφτόμενη πόσο απλές ήταν στη λύση
τους. Μα μήπως και αυτές, με τις οποίες
τώρα σκοτίζεται το μυαλό της σε λίγο
καιρό να της φαίνονται γελοίες;
Αποκλείεται, σκέφτηκε, αυτές είναι
αρκετά σοβαρές. Τα δάχτυλα της άλλαζαν
τις σελίδες του άλμπουμ αργά, οι οφθαλμοί
της έτρεχαν μέσα στις φωτογραφίες σε
άλλους τόπους, σε άλλους καιρούς, σε μια
άλλη πραγματικότητα που βίωνε.
Μια μερα στην Αρχαια Θηρα....
Σάββατο 4 Ιουνίου 2011

ΤΟ ΔΥΣΑΡΕΣΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΕΝΟΣ ΓΛΥΚΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ...
Κυριακή 1 Μαΐου 2011
Το πλοίο αδίστακτο και αδιάλλακτο περίμενε απέναντι μας να του παραδοθούμε οικειοθελώς. Η καρδιά μας κοιτούσε πίσω κι εκεί έμενε, τα μάτια προς το πλοίο γυρισμένα μα εκείνη η ψυχή ήταν αγκυροβολημένη αλλού... Οι βαλίτσες στα χέρια και τα πόδια μηχανικά εκτελούσαν οδηγίες του εγκεφάλου, περπάτα έλεγε προς τα εκεί, προς την είσοδο του πλοίου, κανείς δε ρώτησε την καρδιά, κανείς δεν αποκρίθηκε στα δάκρυα και την ψυχή για την γνώμη τους.... Όσα βήματα έκαναν μπροστά τα πόδια τόσα χιλιόμετρα πίσω έτρεχε το μυαλό σε ένα όνειρο που δεν ήθελε να τελειώσει σε μία πραγματικότητα άλλη, ήρεμη και ονειρεμένη...
μια εντυπωση πως σταματα μη φανταστεις ποτε . καθε φορα που τον θωρεις παντα θα προχωραει ανεπαφος απ' της ζωης τ' ατελειωτα εφε ...
Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010
Ο χρόνος κυλά σαν τα ρυάκια σε κατηφόρα βαθιά και δεν το νοιάζει πώς ο καθένας αντιδρά στο πέρασμά του. Οι χτύποι του ρολογιού ακούγονται όλο και πιο δυνατά αν ησυχία αφήσεις να πλανέψει το μυαλό σου κι η υπόστασή σου ακούει τους κτύπους να κυλάνε ρυθμικά και άγχος δημιουργούνε στην καρδιά σου, μόλις συνειδητοποιήσεις το πόσο γρήγορα περνούνε...Σε αυτό τον χρόνο που εσύ δειλά το ρολόι κοιτάς δίχως να σκέφτεσαι τι άλλο μπορείς να κάνεις, σε εκείνες τις στιγμές που τον άδειο τοίχο θωρείς πελαγωμένος προσπαθώντας να τα βάλεις όλα σε μια τάξη στο μυαλό σου, υπάρχουν άλλοι που εκείνο το λεπτό, αυτοί δημιουργούν και πράττουν όνειρα δικά τους, εκείνοι συγκεντρώνουνε την σκέψη σε ένα στόχο και χωρίς σταματημό κινούνται μες στο χώρο, για να επιτύχουνε αυτό που επιδιώκουν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)