Με μια βαρκα σε σενα προσερχεται ταχεως η καρδια μου - Σαντορινη Σεφερης-

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010



Κάποιοι λένε όταν ακούς ένα τραγούδι ταξιδεύεις,
Κάποιοι λένε πως η μουσική μπορεί να σε συνοδεύσει στην ευτυχία, μια μελωδία μαγική κρατάει το νήμα της κοπέλας με το όνομα Δημιουργία. Και λένε αν δε νιώθεις στην ψυχή σου μέσα τη μουσική να κατακλύζει το μυαλό και την καρδιά σου, τότε εκείνη η κοπέλα κλαίει και μες στον όδυρμό της μονολογεί στιχάκια πεπαλαιωμένα, λυπητερά με νόημα μεγάλο εμπλουτισμένα. Και στου ανθρώπου το μυαλό γίνεται κυβερνήτης κι ένα ποίημα σαν αυτό συντίθεται στην ώρα. Ενα μυαλό λαμπρό δημιουργείται κι εκθειάζει αυτά που αξίζουν να λέγονται.
Έτσι λοιπόν συμφωνα με το μύθο μου αυτό οι ποιητές γεννιούνται, λαμπρά μυαλά -Σεφέρης --Σαντορίνη. Ευχαριστούμε! Με μια υπόκλιση βαθιά και το κεφαλί σκυμμένο να το έχεις μόλις η μελoποίηση αυτού του ποιήματος ηχήσει στα αυτιά σου, δεν είναι τάχα για την ομορφιά που προβάλλει στο νησί σου αλλά κυρίως για το πρόσωπο εκείνο που θυμάσαι. Αχ κύριε ποιητά Γεώργιε Σεφέρη, τα μάτια κλείνω κι ένα ευχαριστώ από τα φυλλοκάρδια μου προσφέρω σε εσένα που τίμησες με το λόγο σου το ένδοξο νησί μου εκ μέρους του συνόλου των πολιτών, απεσταλμένος επίτρεψε μου να γίνω. Μεγάλη μας τιμή ποιητά που μαζί με το νησί λάμπει κι η καρδιά μας...

Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας
τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά
που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή τη βυθισμένη.

Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο
τη μέρα τ' όνομα τον τόπο
και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.

Bρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα
κοιτάζοντας τ' αναδυόμενα νησιά
κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά να βυθίζουν
στον ύπνο τους, στον ύπνο μας.
Eδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας
τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος
της αδικίας.

Φτέρνα της δύναμης θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη
         αγάπη
στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια που ωριμάζουν,
δρόμος της μοίρας με το χτύπημα της νέας παλάμης
στην ωμοπλάτη·
στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει
στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας
βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη.

Bωμοί γκρεμισμένοι
κι οι φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη.

Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν
εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι
που άγγιξε τον ορίζοντα.
Όταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα
όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα
όταν το μάτι γνώρισε τον ξένο
και στέγνωσε η αγάπη
μέσα σε τρύπιες ψυχές·
όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις
κύκλο τα πόδια θερισμένα
κύκλο τα χέρια πεθαμένα
κύκλο τα μάτια σκοτεινά·
όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις
το θάνατο που γύρευες δικό σου,
ακούγοντας μια κραυγή
ακόμη και του λύκου την κραυγή,
το δίκιο σου·
άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν
ξεκόλλησε απ' τον άπιστο καιρό
και βούλιαξε,
βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

απο 1/12/2010