‘’Τι λες; Ξεκινάμε;’’ με ρώτησε ο κύριος Εμμανουήλ Λιγνός μόλις μου πρότεινε να υπηρετήσω το μνημείο Παναγία Επισκοπή. Βεβαίως, η αντίδρασή μου εκείνη την στιγμή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μεγάλη έκρηξη ενθουσιασμού. Φυσικά, τα μεγάλα επίπεδα χαράς που είχαν κατακλύσει τα φυλλοκάρδια μου, δεν επέτρεπαν στην σκέψη μου να συλλάβει το μέγεθος της σοβαρότητας και της ευθύνης που δημιουργήθηκε με την πρόταση αυτή. ‘’Αυτό διάβασε για να γνωρίσεις περισσότερα για την ιστορία της’’ μου έγνεψε και μου παρέδωσε το βιβλίο του κυρίου Μηνδρινού. Ένα λεπτό, συνοπτικό, κόκκινο βιβλίο με τον τίτλο ‘’ Ιερός προσκυνηματικός ναός Παναγία Επισκοπή ‘’ αναπαυόταν στα τότε τρεμάμενα χέρια μου. Κανείς, ποτέ δεν περίμενε αυτό που θα ακολουθούσε.
Εκείνη την ημέρα, ο ήλιος ξεπρόβαλε τα νώτα του και τα βλέφαρά μου άνοιξαν επιτρέποντας στους οφθαλμούς για ακόμη μια φορά να διακρίνουν τον κόσμο. Η διαδρομή προς την εκκλησία μου φάνηκε πιο γρήγορη κι από την οποιαδήποτε διαδρομή στο εσωτερικό του σπιτιού. Προσπαθούσα να αναστήσω στο μυαλό μου διάφορες νεκρωμένες αναμνήσεις του παρελθόντος, που σχετίζονταν με τα τοπία που κοιτούσα μέχρι να φτάσω. ‘’Στις 2 θα είμαι εδώ, καλή σου μέρα’’ αναφώνησε ο οδηγός και το αυτοκίνητο χάθηκε στην κακοτράχαλη κατηφόρα προς το χωριό των φαντασμάτων, όπως παρουσιάζουν τη Μέσα Γωνιά κάποιοι ξεναγοί στους ανήξερους επισκέπτες.
Το βλέμμα μου καρφώθηκε στην αυλόπορτα. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν την εκκλησία αλλά εκείνη τη φορά έψαχνα εξονυχιστικά σε κάθε γωνία μήπως ανακαλύψω ακόμη ένα ιστορικό κομμάτι για να συμπληρωθεί η πλούσια εικόνα της. Η πόρτα άνοιξε πολύ πιο εύκολα από ότι φανταζόμουν. Το λουκέτο που διαθέτει είχε αφαιρεθεί για να είναι δυνατή η είσοδος σε αυτήν από τους ταπεινούς επισκέπτες. Το πέτρινο δάπεδο σε εντάσσει κατ’ ευθείαν σε μία άλλη εποχή. Μια μηχανή χρόνου που δεν χρειάζεται να κινδυνέψεις τη ζωτική σου υπόσταση για να τη χρησιμοποιήσεις. Μια αυτόματη μεταφορά σου στο παρελθόν, στην αγνότητα, στα ανέμελα χρόνια, σε εκείνες τις εποχές όπου οι άνθρωποι στερούνταν υλικών αγαθών και πλούτιζαν συνεχώς πνευματικών. Τα παπούτσια σου γλιστράνε ανάμεσα στις πέτρες, τα πόδια σου ακολουθούν το πέτρινο μονοπάτι αδιαφορώντας για τη μη ευθύτητα του εδάφους. Ακόμη κι όταν το ασφαλτωμένο δρομάκι πατήσεις, μη φοβηθείς πως βγήκες απ’ του χρόνου τη μηχανή. Δεν είναι αλήθεια. Ακόμα βρίσκεσαι εκεί. Σε μια παλιά εποχή περιπλανιέσαι κι όλα γύρω σου έτσι τα ομοιάζεις και τα καινούρια διόλου δε θωρείς. Σα να εξαφανίστηκαν από το χάρτη. Μια μηχανή του χρόνου με τον πιο σπουδαίο, τον πιο έγκυρο κι αποτελεσματικό μηχανισμό, αυτόν του λογισμού, αυτόν της σκέψης. Ανάβεις το κερί, με ευλάβεια προσκυνάς την εναπομένουσα φωτογραφία της κλεμμένης εικόνας κι εξέρχεσαι από το νέο καλόγουστο δωματιάκι των κεριών.
‘’Ήρθε η στιγμή αναφώνησα εκεί πρέπει να αναζητήσω την ιστορία της’’. Μια ξύλινη πόρτα με χώριζε από το εσωτερικό, ένα άψυχο υλικό κι όμως τα χέρια μου έτρεμαν μόλις το ακουμπήσαν. Άνοιξε. Φως στόλισε την εκκλησιά στα πρώτα λιγοστά μέτρα που διέκρινα. Εικόνες έλαμψαν και στον τοίχο μπροστά σου φανερώθηκε μια γραφή…. Μόλις γυρίσεις το κεφάλι σου στα πίσω και την πόρτα θελήσεις να γύρεις λιγάκι, στο πάνω μέρος πάνω απ’ τα ξύλινα θηκάρια τοιχογραφίες θα ανακαλύψεις. Δεξιά κι αριστερά σκαμνάκια, πιστοί εδώ και χρόνια προστρέχουν τις Κυριακές να λάβουν ευλάβεια από αυτόν εδώ το χώρο που μαγείας ευωδία μυρίζεις. Στην κύρια εκκλησία μην πατήσεις αν πρώτα το δικό σου χαιρετισμό δε δώσεις στον αυτοκράτορα. Δεξιά σε ένα μικρό δωματιάκι θα τον βρεις μονάχο. Εκεί κάθεται αιώνες τώρα έχοντας παρέα τις τοιχογραφίες τριγύρω. Μη διστάσεις να τον κοιτάξεις, εσένα περιμένει μια παρουσία για να μπει και να φωτίσει. Εκείνος που χρηματοδότησε κάποτε για αυτό το θαύμα εκεί τώρα στέκεται και το φυλά.
Κι έπειτα ας γυρίσεις προς τα πίσω κι ας ρίξεις τη ματιά σου προς τα έσω κι ας νιώσεις μεγάλο δέος να σε κατακλύζει. Την αιώνια παρουσία της θα σου επιβάλει μόλις λιγάκι σημασία της δώσεις. Οι εναπομείνασες παλαιές εικόνες γλυκά θα σε χαιρετήσουν συστήνοντας σου τις καινούριες μες στο χώρο. Θα σου εξηγήσουν με τον τρόπο τους την ιστορία, όλα τα στοιχεία μέσα στο ναό σε εκείνο θα συμβάλουν. Θα σου πουν για τα πάντα, μα κυρίως σε μια νύχτα θα εντείνουν τη δική σου προσοχή. Μια νύχτα μαύρη, έρημη. Για μια σκοτεινή αποφράδα νύχτα θα σου μιλήσουν, εκείνη τη νύχτα που οι εικόνες ταχύτατα εξαφανίστηκαν. Τη νύχτα εκείνη της κλοπής θα διακρίνουν και έναν πόνο χωρίς δάκρυ, ένα βουβό πόνο θα εκφράσουν. Όλα μες στο ναό μεταφορικά εκείνη την στιγμή θε να λυγίσουν και τη δική σου στεναχώρια θα συλλάβουν. Μα το δάκρυ σου δε θα ‘ναι μοναχό και εκείνες στο δικό σου δάκρυ θα ενταχθούνε και τη δική τους πικρία με αυτόν τον τρόπο θα δηλώσουν.
Τολμηρότητα ουδεμία θα μου πεις; Η θλίψη κατακτά το χώρο; Η απάντηση δε θα εκπλήξει και πολύ. Εκεί βρίσκονται αναλλοίωτες σχεδόν οι κολώνες τόσους αιώνες. Στηρίζουν τα θεμέλια του ναού κι αντέχουν ακόμα. Με μια υπερηφάνεια, σιγουριά και λίγη υπεροψία για τον εαυτό τους θα σου προβάλουν το χαίρε. Μαρμάρινες, ψηλές, κοντές, στητές, πανέμορφες. Να μην ξεχάσεις τις τοιχογραφίες να αντικρίσεις, τα ζωντανά τους χρώματα παρά τα τόσα χρόνια να θαυμάσεις, παραστάσεις που ίσως δε βρεις αλλού θα αντικρίσεις. Δες τις καλά και ένταξε τις στην ιστορία. Κι όταν μόνος σου ανακαλύψεις τα ιστορικά τους πλαίσια περήφανος θα νιώσεις που αποκρυπτογράφησες στοιχεία τέτοιου είδους.
Το πόδι μου έκανε στροφή και έστρεψε το σώμα μου προς την πόρτα. Μα πριν βγεις το κεφάλι γύρνα λίγο και μετάτρεψε την εικόνα που θα δεις σε δυνατή ανάμνηση να τη θυμάσαι όταν μακρινό δάπεδο πατάς, όταν πια κοντά της δε θα ‘σαι. Και πού ξέρεις; Όταν την πόρτα καθώς φεύγεις κλείσεις, μες στην εκκλησιά θωρείς πως συζητάνε μακρινές ψυχές του παρελθόντος, ευλογημένες… Την πόρτα έκλεισες μα η μαγεία που ένιωσες στην καρδιά σου θα μείνει για πάντα.
Οι δείκτες του ρολογιού είχαν δείξει 14.05. ‘’ Πώς σου φάνηκε για πρώτη μέρα;’’ Ρώτησε ο οδηγός μόλις επιβιβάστηκα στο όχημα ‘’ Καλά, τίποτα το συνηθισμένο. Εκεί μέσα η ατμόσφαιρα μυρίζει μέθη δημιουργική, μέθη αγνότητας, μέθη χρόνου. Αλλά μη φανταστείς τίποτα το συνηθισμένο..’’
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου