Στεκόταν στην άκρη του
δρόμου και περίμενε να φανεί. Ποιος
ξέρει το τι ποιος ξέρει το πότε.... Τα
χέρια του μονάχα σφιγμένα σαν γροθιές
τον προδίδαν. Δεν ήταν ο ίδιος και ποτέ
ξανά δε θα ήταν. Το ήξερε... Για ένα λεπτό
τα μάτια του χάθηκαν στο τέλος του
δρόμου. Κανείς δε θα τον ενοχλούσε πια,
κανένα δε θα άφηνε. Ήταν αποφασισμένος.
Ένα μικρο κοριτσάκι με
μαγουλάκια ροζ σα να κυλιόταν με τς ώρες
μες στο χιόνι, τον κοίταζε μες στα μάτια
και του έδειχνε το μικρο ποτήρι, που είχε
να ζητά λεφτά στον δρόμο. Για λίγο έφευγε
και μετά πάλι γυρνούσε προς το μέρος
του. Εκνευρίστηκε αυτός. Γύρισε επιδεικτικά
προς την άλλη και το αγνόησε. Μα σαν η
περίσταση το θέλει..... τον πλησίασε
σχεδόν διστακτικά σχεδόν με θράσος!
"-ένα ευρό σας παρακαλώ;"
"-όχι" του αρνήθηκε έντονα
εκείνος και έσπρωξε το ποτήρι του
κοριτσιού μακριά. Άλλα εκείνο δεν
πτοήθηκε...
"-Κάθεστε πολλή ώρα μόνος
σας και αναρρωτιέμαι τι κάνετε μόνος
σας;"
"-Γλιτώνω", της απάντησε
και το βλέμμα του κοιτούσε στην ακριβώς
αντίθετη κατεύθυνση..
"-Γλιτώνετε από τι;" το
πρόσωπο του μικρού κοριτσιού άρχισε να
γίνεται όλο και πιο μουρτζούφλικο, ενώ το
μυαλό του γέμιζε απορίες...
"-Από σένα φώναξε με ύφος
επιτακτικό και καθώς το έλεγε γύρισε
και το κοίταξε μια στάλα... σα να του 'χαν
πάρει όλα του τα παιχνίδια, σα να 'χε μείνει
μόνο του, σα να του έκλεψαν τα όνειρά του
έβαλε τα κλάματα, μα γοργά σκούπισε τα
μάτια του να μην τα δει εκείνος και
αποχώρησε. "δηλαδή και από τους άλλους"
ψιθύρισε, άλλα μήτε τον άκουσε εκείνο
το κορίτσι μήτε και θα ήθελε κιόλας να τον ακούσει...
Δυο ώρες έπειτα σηκώθηκε
αυτός να φύγει, μα ένιωσε στον ωμό του
ένα βάρος . Ώρα τώρα το αισθανόταν, μα
δεν ήθελε μήτε να γυρίσει να δει. Νόμιζε
θα ήταν καμιά σακούλα σκουπίδια, που απλά την άφησαν σε λάθος μέρος. Μα δεν
ήταν αυτό.
"Ω Θεέ μου", μονολόγησε
τρομοκρατημένος και το σώμα του τινάχτηκε
απέναντι στο πεζοδρόμιο. Ήταν εκείνη,
δηλαδή εκείνο, δηλαδή, σάστισε, το
κορίτσι. Το σώμα του κειτόταν ήρεμο."
Λες; είναι νεκρό;'' Γύρισε και την έπιασε.
Οι μύες δεν αντιδρούσαν, , το πρόσωπό
της παραδομένο στα χεριά του. Την
ακούμπησε κάτω και γονάτισε. Δεν άντεξε
άλλο, κραύγασε, κραύγασε με όλη του τη
φωνή και άφησε το δάκρυ να τρέξει. Είχε
έρθει μια κάποια ανακούφιση με το κλάμα,
τρελό, μα υπήρχε. Γύρισε στο κορίτσι και
το αγκάλιασε, του χάιδεψε το πρόσωπο
και άρχισε να του μιλάει....
"Δεν είσαι μονή; μ
ακούς; όχι δεν είσαι. Είμαι εγώ εδώ, θα
σε προστατεύω, τώρα, έστω κι αργά. Παραμιλούσε.
Θα κάτσω εδώ, θα σου κρατώ το χέρι και
θα σου απαντήσω στην ερώτηση που μου 'χεςς0
κάνει. Θυμάσαι; Βεβαία θυμάσαι. Είμαι,
που λες, εδώ μονάχος απ όλους, από επιλογή,
δε μ' άρεσε ο κόσμος τους, διπροσωπίες,
μίση, τρικλοποδιές, να σε πατήσουν να
ανεβούν, να σε λιώσουν και να φτιάξουν
πολτό από σένα, να σε χωρίζουν σε κλίκες
πλουσίων και απένταρων, δε μ' άρεσε μ
ακούς; Μα πάνω απ όλα ξέρεις τι; δε μ
άρεσαν αυτά τα χαρτιά, αυτά τα ελεεινά
χρωματιστά χαρτάκια, που κάποιος ηλίθιος
και χωρίς μυαλό τους έδωσε κι όνομα. Τα
είπε λεφτά. Χρήματα. Και τα παρομοίασε
με τις άξιες. Βαρέθηκα να δείχνω στον
κόσμο το σωστό και να το αρνούνται.
Βαρέθηκα τα "δε γίνονται" και τα "δε
βαριέσαι", βαρέθηκα το δικό τους είναι
να αντικρίζω και απομακρύνθηκα. Εγώ
ξέρεις ήμουν εφοριακός, μα πότε μου δεν
πήρα δραχμή. Μην τους ακούς δεν είναι
τα επαγγέλματα διεστραμμένα, οι άνθρωποι
είναι άπληστοι κι αχόρταγοι και μας
παίρνει όλους το μπαλάκι. Παντού υπάρχουν άπληστοι, από τον ψαρά στον ψήστη
κι από το δικηγόρο στο μάγειρα. Παντού
υπάρχει εκμετάλλευση παντού, παντού.
Το χέρι του χάιδευε το μπράτσο του μικροί
κοριτσιού. Κι εσύ τι έφταιγες; και πως
έγινε; πες μου τι τους έφταιγες εσύ; να
σε βάζουν να ζητιανεύεις στα φανάρια.
Έτσι νομίζουν θα σώσουν τις αναντίρρητες
αηδιαστικές πράξεις τους; Ξέρεις τι μου
έφταιγε τελικά; Δεν άντεχε η καρδιά μου
αυτά, που έβλεπε κι έφυγε κι αφού δε με
χωράει ο κόσμος σκέφτομαι να πετάξω,
εσύ τι λες; πετάμε μαζί;" Γύρισε και το
κοίταξε, το πρόσωπο του έδειχνε τόσο
γαλήνιο. Το έβαλε ανάμεσα στα μπράτσα
του και το αγκάλιασε. Έκλεισε τα μάτια
του, σα να του φάνηκε μια κίνηση να ένιωσε
ανάμεσα στα χεριά, μα δεν έδωσε σημασία. Ήταν πολύ κουρασμένος, αποκοιμήθηκε.
Περάσαν οι μέρες και
μήνες ακόμα, το γυναικείο πλασματάκι
περνούσε απ' το σημείο με το ποτηράκι
του στο χέρι. Περιφερόταν και τον θυμόταν. Ήταν εκεί για τη μνήμη της, στο ίδιο
ακριβώς σημείο, με το ίδιο απλανές βλέμμα
στο τίποτα, μα και στα πάντα. Μια φωνή
θυμάται να μιλά μέσα στον ύπνο της και
κάτι λόγια. Τι να απέγινε άραγε η μορφή
του; Πως να ζούσε;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου